- φαλάκρωμα
- -ατος τό N 3 5-0-5-0-0=10 Lv 13,42(bis).43; 21,5; Dt 14,1baldness, bald head; neol.Cf. DOGNIEZ 1992 65.203; HARLÉ 1988, 139; WEVERS 1995, 240
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
φαλάκρωμα — bald head neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλάκρωμα — το, ΝΜΑ [φαλακρῶ, ώνω] η φαλάκρωση αρχ. 1. φαλακρή κεφαλή 2. φαλακρό μέρος («κεφαλῆς φαλακρώματα ἐχούσης πολλά», Ιωάνν. Χρυσ.) … Dictionary of Greek
φαλακρώματα — φαλάκρωμα bald head neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλακρώματι — φαλάκρωμα bald head neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλακρώματος — φαλάκρωμα bald head neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ԿՆՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 1106 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c գ. ԿՆՏՈՒԹԻՒՆ կամ ԿՆԴՈՒԹԻՒՆ. φαλάκρωμα calvities. Կունտ կամ կունդ գոլն. ճաղատութիւն. ճեղութիւն. եւ Կեղ գլխոյ՝ որ թափէ զհերս. ... *ի կնտութեան (կամ ʼի կնդութեան) նորա կամ ʼի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
φαλάκρωση — η το πέσιμο των τριχών του κεφαλιού, ο σχηματισμός φαλάκρας, φαλάκρωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)